- ἀντίπᾳ
- ἀντίπαιςlike a childmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιπαλαίσας — ἀντιπᾱλαίσᾱς , ἀντί πάλλω poise aor part act fem acc pl (doric aeolic) ἀντιπᾱλαίσᾱς , ἀντί πάλλω poise aor part act fem gen sg (doric aeolic) ἀντιπαλαίσᾱς , ἀντί παλαίω wrestle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλαισιν — ἀντιπά̱λαισιν , ἀντί πάλλω poise aor part act masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηρωδιάδα — I (; – περ. 39 μ.Χ.).Ιουδαία βασίλισσα. Ήταν κόρη του Αριστόβουλου, γιου του Ηρώδη του Μεγάλου (που τον σκότωσε o πατέρας του γύρω στο 7 π.Χ.). Ήταν επίσης αδελφή του Αγρίππα Α’ και σύζυγος πρώτα του αδελφού του πατέρα της, Φιλίππου, και αργότερα … Dictionary of Greek
антипа́тия — и, ж. 1. Чувство неприязни, отвращения; противоп. симпатия. Доктор Потехин внушает ему антипатию, близкую к физическому отвращению. М. Горький, Чудаки. Ты, конечно, не свободен от душевных влечений, симпатий и антипатий, я понимаю это и не жду от … Малый академический словарь
ηρωδιανοί — ἡρωδιανοί, οι (Α) [Ηρώδης] οπαδοί τού Ηρώδη Αντίπα στη Γαλιλαίο και στα Ιεροσόλυμα … Dictionary of Greek
σαλώμη — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Πρωταγωνίστρια μιας περίφημης ευαγγελικής αφήγησης (Μαρκ. στ’ 14 29). Η Σ., παρακινούμενη από τη μητέρα της Ηρωδιάδα, που είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο το βασιλιά Ηρώδη Αντίπα, αδελφό του συζύγου της, ζήτησε και… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Αρέτας ή Αρέθας — Όνομα ηγεμόνων των Ναβαταίων της Πετραίας Αραβίας, ΒΔ της Αραβικής χερσονήσου. 1. Α. Γ’ ο Φιλέλλην (85 60 π.Χ.). Πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ (65 π.Χ.). 2. Α. Δ’ ο Φιλόπατρις (7 – περ. 40 μ.Χ.). Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του τετράρχη της Γαλιλαίας… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Λουρίδης, Ορέστης — (Κωνσταντινούπολη 1907 –). Οδοντίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην οδοντιατρική και στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως οδοντίατρος και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… … Dictionary of Greek